- επιλόγισις
- ἐπιλόγισις, ἡ (Α)ο επιλογισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιλόγισις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογίσεις — ἐπιλόγισις fem nom/voc pl (attic epic) ἐπιλόγισις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγισιν — ἐπιλόγισις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογίσεως — ἐπιλογίσεω̆ς , ἐπιλόγισις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογίσῃ — ἐπιλογίσηι , ἐπιλόγισις fem dat sg (epic) ἐπιλογίζομαι reckon over aor subj mp 2nd sg ἐπιλογίζομαι reckon over fut ind mp 2nd sg ἐπιλογίζομαι reckon over aor subj mp 2nd sg ἐπιλογίζομαι reckon over fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)